μαστιγώνω

μαστιγώνω
fouetter

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Regardez d'autres dictionnaires:

  • μαστιγώνω — μαστιγώνω, μαστίγωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μαστιγώνω — (AM μαστιγῶ, όω, Μ και μαστιγώνω) [μάστιξ] 1. χτυπώ με μαστίγιο, βουρδουλίζω, καμ(ου)τσικίζω, βιτσίζω 2. μτφ. τυραννώ, βασανίζω, μαστίζω νεοελλ. δέρνω 2. μτφ. ασκώ αυστηρό δημόσιο έλεγχο, επιπλήττω με δριμύτητα κάποιον, επιτιμώ αυστηρά («η… …   Dictionary of Greek

  • μαστιγώνω — μαστίγωσα, μαστιγώθηκα, μαστιγωμένος 1. δέρνω, χτυπώ κάποιον με μαστίγιο. 2. μτφ., χτυπώ κάποιον με τα λόγια: Τον μαστίγωσαν τα άδικα λόγια της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαστίγωμα — το 1. η ενέργεια τού μαστιγώνω, η μαστίγωση, χτύπημα με μαστίγιο 2. (γενικά) δάρσιμο, δαρμός 3. μτφ. δριμύς έλεγχος ο οποίος ασκείται εγγράφως ή προφορικώς κυρίως εναντίον πολιτικού αλλά και οποιουδήποτε άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστιγώνω. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • μαστίγωση — η (Α μαστίγωσις, εως) [μαστιγώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαστιγώνω, δαρμός, χτύπημα με μαστίγιο, μαστίγωμα 2. είδος ποινής σε διάφορες εποχές 3. είδος ιεροτελεστίας κατά την αρχαιότητα …   Dictionary of Greek

  • προσμαστίζω — Μ μαστιγώνω εκ τών προτέρων, προμαστίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + μαστίζω «μαστιγώνω»] …   Dictionary of Greek

  • φλαγελλώ — όω, Α μαστιγώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. flagello «μαστιγώνω»] …   Dictionary of Greek

  • αλοώ — ἀλοῶ ( άω) (Α) 1. αλωνίζω 2. χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω 3. θρυμματίζω, καταστρέφω, ρημάζω 4. στριφογυρίζω κάποιον, τόν σέρνω πέρα δώθε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωή. ΠΑΡ. αρχ. ἀλοητός] …   Dictionary of Greek

  • ανίμαστος — ἀνίμαστος, ον (Α) αμαστίγωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ἀν + ἱμάσσω (< ἱμάς) «μαστιγώνω»] …   Dictionary of Greek

  • απομαστιγώ — ἀπομαστιγῶ ( όω) (Α) μαστιγώνω δυνατά …   Dictionary of Greek

  • δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”